Στο στρατόπεδο δεν έλειπαν οι σωματικές κακοποιήσεις με ξυλοδαρμούς ή ακόμη και με απόπειρες βιασμού: «Γίνονταν πολλά βασανιστήρια, απειλές ότι θα πεθάνετε όλες, θα σας κόψουμε το φαγητό και θα σας βάλουμε να φάτε φίδια κ.λπ. Έψαχναν να βρουν αφορμή για να μας χτυπήσουν με ραβδιά από μπαμπού, να μας βρίσουν με ανείπωτες βλαστήμιες και τελικά να μας κλείσουν νηστικές στο μπουντρούμι που βρισκόταν στο μοναστήρι».
Ζώντας σε περίκλειστους χώρους: Τρίκερι, στρατόπεδο συγκέντρωσης γυναικών
Το Τρίκερι είναι ένα μικροσκοπικό νησί στον Παγασητικό Κόλπο στη βόρεια Ελλάδα, απομονωμένο και δυσπρόσιτο λόγω της γεωγραφικής του θέσης – ένας ιδανικός χώρος για τη δημιουργία ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης. Από το 1949 έως το 1953, σχεδόν 5.000 γυναίκες εξορίστηκαν σε αυτό το έρημο νησί.
Το στρατόπεδο και το λιμάνι
Όταν οι γυναίκες, πολλές από τις οποίες κουβαλούσαν μωρά, έφτασαν στο Τρίκερι, εξεπλάγησαν ευχάριστα από την εκπληκτική θέα και το καταπράσινο τοπίο. Παρ’ όλα αυτά, γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι θα ζούσαν σε συνθήκες ακραίας στέρησης και συνεχούς σωματικής και ψυχολογικής οδύνης. Οι εξόριστες στο Τρίκερι αντιμετώπιζαν ακραίες κακουχίες, από την έλλειψη νερού και ιατρικής περίθαλψης μέχρι τον υποσιτισμό και την καταναγκαστική εργασία, ενώ παράλληλα υπόκεινταν σε στρατιωτική πειθαρχία και συνεχή πίεση για την υπογραφή δηλώσεων μετανοίας.
Οι παράλογοι κανονισμοί του στρατοπέδου τους επέβαλαν περιττές κακουχίες, όπως το να μεταφέρουν όλα τα τρόφιμα και τα οικοδομικά υλικά από το λιμάνι στις σκηνές τους. Αναγκάζονταν να κάνουν κύκλους γύρω από το νησί, αντί να ακολουθούν την πιο άμεση διαδρομή, ενώ έπρεπε να μεταφέρουν οι ίδιες όλες τις προμήθειες – καυσόξυλα, τσιμέντο και τούβλα για 5.000 γυναίκες – ανεβαίνοντας το λόφο. «Μήτε την απριλιάτικη φύση, τα λιόφυτα, τη μαγευτική θάλασσα που λαχταρούσαμε κλεισμένες στα κτίρια είχαμε το κουράγιο να δούμε. Γιατί τα κεφάλια μας έσκυβαν προς τη γη και ο νους μας ήταν στο πώς ν’ ανεβούμε δίχως να παραπατήσουμε και να σκοντάψουμε στα βράχια της ανηφοριάς, που από τότε οι γυναίκες την έβγαλαν Γολγοθά. […] Δεν είχαμε την ελευθερία να πλυθούμε στη θάλασσα, γιατί από παντού νιώθαμε τα μάτια του φύλακα».
Ζώντας σε σκηνές
«Η ζωή μας στο Τρίκερι ήταν φρικτή. Μέναμε έξω σε σκηνές. Το καλοκαίρι υποφέραμε από τη ζέστη. Και, φυσικά, υπήρχαν τρομερές μύγες. Έκανε τρομερή ζέστη, και ο καμβάς απορροφούσε τη ζέστη, και δεν μπορούσαμε να κάνουμε πολλά γι’ αυτό. Όταν άρχισαν οι πρώτες βροχές και οι αέρηδες […] και έσκισαν τις σκηνές μας, αναγκαστήκαμε να ζητήσουμε να μας αφήσουν να ξαναστήσουμε τις σκηνές μας πάνω στο λόφο, κοντά στο μοναστήρι, όπου ήταν πιο προστατευμένες από τον άνεμο. Έτσι, το κάναμε αυτό, και ερχόντουσαν κάποιες φορές και μας κατέστρεφαν τις σκηνές, αναγκάζοντάς μας να τις ξαναχτίζουμε. Και μας χτυπούσαν και μας ανάγκαζαν να κοιμόμαστε στη λάσπη, ακόμα και τα παιδιά, για να μας αναγκάσουν να ενδώσουμε και να υπογράψουμε δηλώσεις». Μετά τις 20.00 μ.μ., δεν επιτρεπόταν να έχουν φως στις σκηνές τους και κάθε μετακίνηση απαγορευόταν αυστηρά.
Σωματική κακοποίηση
Ασθένειες
Ασθένειες όπως η ελονοσία, η φυματίωση, ο τύφος, η δυσεντερία και η ψώρα μάστιζαν συχνά το στρατόπεδο, ενώ η υγειονομική περίθαλψη για τις γυναίκες και τα παιδιά ήταν ανύπαρκτη: «Η Παρασκευή Κριμέκη, μια νέα εξόριστη γυναίκα, μόλις έφτασε στο Τρίκερι, ύστερα από τις ταλαιπωρίες άρχισε να χλωμιάζει και να λιώνει. Αργότερα, έκανε συνεχείς αιμοπτύσεις μέσα στη σκηνή της μπροστά στις τρομοκρατημένες γυναίκες. Σε λίγο καιρό, εξαντλημένη καθώς ήταν και απελπισμένη, υπέγραψε δήλωση μετανοίας και έφυγε με το φορείο. Έζησε άραγε; […] Η Βαγγελίτσα Εργάτη, μια μικρή χωριατοπούλα 18 χρονών, πέθανε από φυματίωση λίγες μέρες μετά τον ερχομό της στο στρατόπεδο. Την έθαψαν εκεί σαν ζώο, αλλά εγώ δεν πρέπει να την ξεχάσω…». Κατά τη διάρκεια αυτών των τρομερών επιδημιών, η διοίκηση δεν παρείχε ούτε ρύζι, ούτε ζάχαρη, ούτε λεμόνια, ούτε καν φάρμακα. Ο γιατρός του στρατοπέδου κρατούσε τα φάρμακα που παρείχε ο Ερυθρός Σταυρός και τα πουλούσε στις εξόριστες σε υψηλή τιμή.
Παιδιά στο Τρίκερι
Η παρουσία των παιδιών ήταν πηγή παρηγοριάς αλλά και βασανιστηρίων για τις μητέρες τους. Ο Ερυθρός Σταυρός δεν αναγνώριζε τα παιδιά ως κρατούμενους, οπότε δεν προβλέπονταν προμήθειες τροφίμων για αυτά. Τα παιδιά – 224 συνολικά – τρέφονταν με τρόφιμα που τους παρείχαν οι μητέρες τους. Οι γυναίκες φρόντιζαν πάντα να βγάζουν το φαγητό των παιδιών από το μεγάλο καζάνι του συσσιτίου, κρατώντας το μυστικό από τη διοίκηση, ελαττώνοντας έτσι τις δικές τους μερίδες.
Οι γυναίκες γεννούσαν στο στρατόπεδο και έβλεπαν τα παιδιά τους να αρρωσταίνουν ή ακόμη και να πεθαίνουν: «Τον Σεπτέμβριο του 1949, μια γυναίκα γέννησε δίδυμα κάτω στο έδαφος. Το ένα μωρό πέθανε σε δύο ημέρες και το άλλο το βάπτισαν Ελευθερία. Πέθανε κι αυτό μια εβδομάδα αργότερα».
Συνέντευξη Χρήστου Τρικαλινού, παιδί στο Τρίκερι
Επειδή το σαπούνι και το νερό ήταν τόσο σπάνια και ακριβά, τα παιδιά ήταν λερωμένα, κουρελιασμένα και χλωμά, «σκιές όμοιες με φαντάσματα παιδιών. Γι’ αυτά τα παιδιά, προπάντων πολλές μάνες έκαναν δήλωση και έφυγαν από το καταραμένο νησί».
Συνέντευξη Σωτήρη Μπαράτση, παιδί στο Τρίκερι
Η απαγωγή των παιδιών τους ήταν μια άλλη τακτική που χρησιμοποιήθηκε για να τις πιέσουν να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας. Τα παιδιά θεωρούνταν εθνική περιουσία και επομένως ο ρόλος του έθνους στην ανατροφή τους ήταν ζωτικής σημασίας για τη διάσωσή τους: «Τα παιδιά σας ανήκουν στην Ελλάδα. Όποια θέλει το παιδί της πρέπει πρώτα να γίνει Ελληνίδα».
Συνέντευξη Λευτέρη Τσακίρη, παιδί στο Τρίκερι
Οι γυναίκες δίδασκαν μαθήματα στα παιδιά και κατάφεραν, επίσης, να φτιάξουν έναν παιδικό σταθμό, όπου τα ψυχαγωγούσαν όσο οι μητέρες τους ήταν απασχολημένες με τις δουλειές του στρατοπέδου. Εκεί τα παιδιά έκαναν γυμναστική, έπαιζαν, τραγουδούσαν και μάθαιναν να γράφουν στην άμμο: «Στον παιδικό σταθμό υπήρχαν 182 παιδιά. Μια Κυριακή, ανεβήκαμε όλες με χαρά στο πλάτωμα όπου θα μας έπαιζαν θέατρο. Η συγκίνηση ήταν μεγάλη. Μας έπαιξαν την Κοκκινοσκουφίτσα. […] Με πόσο κόπο γίνονταν όλα αυτά και τι δύσκολο να πειθαρχήσουν τ’ αγρίμια εκείνα!».
Ψάχνοντας για νερό
Η έλλειψη νερού ήταν, επίσης, ένα μείζον πρόβλημα. Οι άνδρες που είχαν εξοριστεί στο Τρίκερι, πριν αυτό μετατραπεί σε γυναικείο στρατόπεδο συγκέντρωσης, είχαν κατασκευάσει τέσσερα πηγάδια. Ωστόσο, μόνο ένα λειτουργούσε και το νερό ήταν λασπώδες. Οι γυναίκες έπρεπε να σηκώνονται πολύ νωρίς, να σχηματίζουν ατελείωτες ουρές και να περιμένουν για ώρες για να έχουν λίγο νερό για τις καθημερινές τους ανάγκες, μαζί με τις μεγάλες ουρές για ψωμί στο πλαίσιο του στρατιωτικού συστήματος. Οι γυναίκες περιέγραφαν την καθημερινότητά τους ως μια ατελείωτη ουρά: «Σηκωνόμασταν κρυφά πριν να φέξει για να πάμε στα πηγάδια με την ελπίδα πως θα ήμαστε οι πρώτες. Και όμως, πάλι βρίσκαμε κάτω από τα δέντρα ξαγρυπνισμένες γυναίκες, χλωμές κι άγριες, να περιμένουν το νερό».
Ψάχνοντας για φαγητό
Στις γυναίκες επιβλήθηκε μία δίαιτα πείνας, με ανεπαρκείς μερίδες φαγητού – συνήθως έτρωγαν φασόλια και ρεβίθια με μία φέτα ψωμί. Αλλά οι γυναίκες έβρισκαν τρόπους επιβίωσης: «Ευτυχώς για εμάς, υπήρχαν πολλά ελαιόδεντρα εκεί γύρω και μαζεύαμε τις ελιές και τις μουλιάζαμε σε άλμη θαλασσινού νερού […] Επίσης, υπήρχαν άγρια μανιτάρια που φύτρωναν γύρω από τις βάσεις των ελαιόδεντρων και τα μαζεύαμε. Έλεγα στα παιδιά: «Ελάτε, θα φάτε συκώτι. Και αυτές οι λίγες ελιές και τα μανιτάρια μας βοηθούσαν να ξεπεράσουμε την πείνα».
Χαμογελώντας
Στις φωτογραφικές τους μαρτυρίες – φωτογραφίες που τράβηξαν οι ίδιες για να τις στείλουν στους συγγενείς τους – οι γυναίκες χαμογελούν, δίνοντας μια παραπλανητική αίσθηση ευτυχίας, προκειμένου να καθησυχάσουν τις οικογένειές τους ότι είναι καλά.
Οι φύλακες – εκτός από το να λογοκρίνουν τις επιστολές που έστελναν στις οικογένειές τους – συχνά κρατούσαν ή και έκαιγαν τις επιστολές που τους έστελναν οι οικογένειές τους ως τιμωρία: «Και τότε είδαμε τις φωτιές που έκαιγαν τα γράμματά μας. Χιλιάδες γράμματα, κάρτες και βιβλία έκαψαν χθες βράδυ». Οι φύλακες διάβαζαν τα γράμματα που έπαιρναν οι γυναίκες και όταν έφτανε η είδηση του θανάτου ενός μέλους της οικογένειας, φύλαγαν αυτό το γράμμα για το τέλος, διαβάζοντάς το μπροστά στη φτωχή μητέρα, αδελφή ή σύζυγο. Στα γράμματα που τους επιτρεπόταν να στέλνουν στις οικογένειές τους μία φορά την εβδομάδα, μπορούσαν να γράψουν μόνο ότι ήταν καλά.
Μία κυψέλη εργασίας και μόρφωσης
«Το Τρίκερι έγινε μια κυψέλη εργασίας και μόρφωσης, ένα ιδιόμορφο, μοναδικό στον κόσμο γυναικείο μοναστήρι». Οι γυναίκες σχημάτιζαν επιτροπές για το ξεφόρτωμα και την μεταφορά προμηθειών, την άντληση νερού από πηγάδια, την ξυλουργική, την καθαριότητα, το μαγείρεμα, την διανομή τροφίμων, τα μαθήματα, την ψυχαγωγία και την φροντίδα των παιδιών, αποσυμφορίζοντας τις ηλικιωμένες γυναίκες και τα παιδιά. «Εδώ ήταν το παπουτσάδικο που η Καλλιρόη έφτιαχνε πέδιλα και μπαλώματα παπουτσιών. Παρακάτω, οι Πόντιες φτιάχναν στρώματα, παπλώματα και μαξιλάρια στο παπλωματάδικο. Δίπλα στο μαραγκούδικο, η Φώτω μαράγγευε τραπέζια και κρεβατάκια των παιδιών. Οι τενεκετζήδες έφτιαχναν γκαζιέρες από κονσερβοκούτια. Αριστερά ήταν τα μοδιστράδικα που η Μπουμπού, η Ευαγγελία Φωτίου και άλλες ράφτρες μεταποιούσαν τα αποφόρια του Ερυθρού Σταυρού. Δεξιά ήταν το ατελιέ της ζωγράφου Κατερίνας Χαριάτη». Στον «ελεύθερο τους χρόνο» ασχολούνταν με χειροτεχνίες, πλέξιμο και κέντημα, ακόμα και βόλεϊ, μπάσκετ και παντομίμα: «Κόβαμε το ξύλο της ελιάς και φτιάχναμε κουτάλια και άλλα μικρά εργαλεία. Κεντούσαμε με κοχύλια και φτιάχναμε διάφορα στολίδια, κολιέ και παιχνίδια για τα παιδιά».
Μαθήματα
Στο στρατόπεδο, εκτός από τα παιδιά, υπήρχαν 230 αναλφάβητες γυναίκες, 380 που ήξεραν μόνο να γράφουν το όνομά τους, και 52 καθηγήτριες, μεταξύ των οποίων η διακεκριμένη παιδαγωγός και προπολεμική φεμινίστρια Ρόζα Ιμβριώτη και η διάσημη καθηγήτρια, παιδαγωγός και ιστορικός τέχνης Λίζα Κόττου. Τα μυστικά μαθήματα γίνονταν καθημερινά σε όλο το στρατόπεδο, ενώ η Ιμβριώτη έδινε διαλέξεις για την τέχνη, την ιστορία, τη λαογραφία και την υγιεινή. Οι καθηγήτριες προετοίμαζαν τα κορίτσια γυμνασίου για το πανεπιστήμιο. «Όσες γυναίκες μεσόκοπες πια, δεν έτυχε ν’ ακούσουν ποτέ τους δάσκαλο, εδώ έμαθαν τα πρώτα γράμματα. Και όσες ήθελαν να μάθουν μια ξένη γλώσσα, εδώ στο στρατόπεδο το κατόρθωσαν. Υπήρχαν δασκάλες για να σου μάθουν λογιστική, στενογραφία, σχέδιο, κοπτική, ράψιμο, ό,τι δουλειά ήθελες για να βγάζεις μεθαύριο το ψωμί σου».
Χορός και μουσική
Διάφορα μέτρα αντίστασης συμφωνήθηκαν συλλογικά και χρησιμοποιήθηκαν για αμοιβαία ενθάρρυνση. Αυτά περιλάμβαναν μαθήματα, θεατρικά έργα και τραγούδι: «Εκεί έμαθα χορούς από όλα τα μέρη της Ελλάδας και τραγούδια από παντού. Διδάσκαμε ο ένας στον άλλον τα ντόπια τραγούδια και τους χορούς μας. Χόρευα, συμμετείχα σε θεατρικά έργα, πέρναγα καλά».
«Στις πολύ γερόντισσες, γλιστρούσαμε έξω από τα τσαντίρια τους, όπου κάθονταν καταγής αμίλητες, και τους τραγουδούσαμε. Αυτή ήταν η βοήθειά μας στις γερόντισσες ανταρτομάνες, όχι μεγαλύτερη από κείνη που μας έδιναν εκείνες με το κουράγιο και την υπομονή τους όταν μάθαιναν για τον σκοτωμό κάποιου από τα παιδιά τους».
Στρατηγικές επιβίωσης και αντίστασης
Οι γυναίκες υιοθέτησαν στρατηγικές αντίστασης, οι οποίες διέφεραν σημαντικά από εκείνες των ανδρών, όπως το χρώμα – τα φουστάνια τους ήταν ποταμός από χρώματα. Υπήρχε μια σιωπηρή συμφωνία να μη φορούν μαύρα ρούχα, παρόλο που σχεδόν κάθε γυναίκα στο στρατόπεδο θα μπορούσε να το κάνει για λόγους πένθους. Οι γυναίκες λάμβαναν κάθε μέρα νέα για εκτελέσεις: «Πολλές χτυπημένες από το πένθος ήθελαν να αποτραβηχτούν από κάθε ζωή και κίνηση, για να σκέφτονται και να θυμούνται αδιάκοπα τον αγαπημένο νεκρό. Είχαν πάθει μελαγχολία, σκέφτονταν ν’ αυτοκτονήσουν, γι’ αυτό δεν τις αφήναμε ποτέ μοναχές να πηγαίνουν για ξύλα και χόρτα στις ερημιές του νησιού».
Ο καθαρισμός του σώματός τους, των ρούχων τους και η φροντίδα της εμφάνισής τους ήταν μια άλλη στρατηγική επιβίωσης και αντίστασης. Οι γυναίκες αποχαιρετούσαν τις καταδικασμένες σε θάνατο: «τρέχαμε να πούμε δύο λόγια στην κοπέλα που μας άρπαζαν, να της δώσουμε ένα ενθύμιο, μια κονσέρβα ή λίγα χρήματα. Τότε βρίσκαμε και λίγο νερό να ζεστάνουμε για να λουστεί, να περιποιηθεί τα μαλλιά της και να μας φύγει όμορφη και αισιόδοξη».
Τέχνη στο Τρίκερι
Σκίτσο της εξόριστης στο Τρίκερι Δέσποινας Χατζησάββα, φιλοτεχνημένο από την συνεξοριστή της ζωγράφο Βίργω Βασιλείου
Τα θαμμένα τετράδια
Χρόνια μετά τη σταδιακή κατάργηση του στρατοπέδου, ήρθαν στην επιφάνεια επτά σωζόμενα τετράδια, γραμμένα από εξόριστες γυναίκες στο Τρίκερι και θαμμένα κάτω από μια ελιά. Ο Σύνδεσμος Γυναικών Πολιτικών Εξορίστων δημοσίευσε τα σημειωματάρια και άρχισε να διοργανώνει ετήσιες συναντήσεις στο Τρίκερι για να ξαναβρεθούν όλες μαζί.
Υπόμνηση της ιστορίας
Το 1991, ο Σύλλογος Πολιτικών Εξορίστων Γυναικών ζήτησε από τις θρησκευτικές αρχές την άδεια για να τοποθετήσει τιμητική πλάκα στο μοναστήρι στο Τρίκερι. Ο επίσκοπος διαφώνησε, επισημαίνοντας πως είχε έρθει η ώρα να συγχωρεθεί η διχόνοια του παρελθόντος, προκειμένου να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος στο μέλλον. Εν τέλει, το 2017, η Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδος τοποθέτησε την αναμνηστική πλάκα στο μοναστήρι.
Επισκεπτόμενες το Τρίκερι ξανά
Οι γυναίκες πρώην εξόριστες επισκέφτηκαν το Τρίκερι ξανά το 2000